- πεδιανόμος
- πεδιανόμος, ὁ, title of magistrate at Sparta, IG5(1).123.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδιανόμος — ὁ, Α (στη Σπάρτη) άρχοντας με ετήσια θητεία και με καθήκοντα ανάλογα με τα καθήκοντα τών αγορανόμων τής υπόλοιπης Ελλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + νόμος*] … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek